- περιουσιαστικός
- -ή, -όν, ΜΑ [περιουσιάζω]1. ο γεμάτος φιλοφρονήσεις2. (για πράγμ.) αυτός που πλεονάζει, άφθονοςαρχ.1. αστρολ. αυτός που χαρίζει πλούτο2. περιττός, ανώφελος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιουσιαστικά — περιουσιαστικός full in treatment neut nom/voc/acc pl περιουσιαστικά̱ , περιουσιαστικός full in treatment fem nom/voc/acc dual περιουσιαστικά̱ , περιουσιαστικός full in treatment fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσιαστικαί — περιουσιαστικός full in treatment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσιαστικούς — περιουσιαστικός full in treatment masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσιαστική — περιουσιαστικός full in treatment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσιαστικῶς — περιουσιαστικός full in treatment adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσιαστικώτερα — περιουσιαστικός full in treatment neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)